- τετραέλιξ
- -ικος, ό, ἡ, Α1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές2. το θηλ. ἡ τετραέλιξείδος ακανθοειδούς φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + ἕλιξ, -ικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετράλιξ — ικος, ἡ, Α βλ. τετραέλιξ … Dictionary of Greek